- ἕλωρ
- ἕλωρspoilneut voc sgἕλωρspoilneut acc sgἕλωρspoilneut nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έλωρ — ἕλωρ, το (Α) 1. αυτός που αρπάζεται με τη βία, λάφυρο, λεία 2. στον πληθ. φόνος, θάνατος … Dictionary of Greek
ἕλωρα — ἕλωρ spoil neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CANTOR — I. CANTOR Graece Α᾿ιδὸς apud Homer. Od. γ. v. 265. Η῞δ᾿ ἤτοι το πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς Δῖα Κλυταιμνήςτρη, φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇτι, Παῤ γὰρ ἔην καὶ Αὀιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ῾ ἐπέτελλεν Α᾿τρείδης, Τροὶηνδε κιὼν; εἴρυςθαι ἄκοιτιν, Α᾿λλ᾿ ὅτε δή… … Hofmann J. Lexicon universale
ελώριον — ἑλώριον, το (Α) το έλωρ … Dictionary of Greek
πρόβλητος — ον, Α [προβάλλω] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει ριχθεί έξω («μὴ ριφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰκνοῑς θ ἕλωρ», Σοφ.) 2. (για μέταλλο) σφυρηλατημένος, πεπλατυσμένος σε ελάσματα … Dictionary of Greek
sel-3 — sel 3 English meaning: to take, grab Deutsche Übersetzung: “nehmen, ergreifen” Material: Gk. ἑλεῖν “ to take with the hand, grasp; take, obtain the power “, ἕλωρ n., ἑλώριον “ booty, spoil, prey, of unburied corpses, Hom. booty,… … Proto-Indo-European etymological dictionary